- κορσάς
- κορσᾱς, ὁ (Α) [κορσώ]πάπ. ο κουρέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρσας — κόρσᾱς , κόρση temple fem acc pl κόρσᾱς , κόρση temple fem gen sg (doric aeolic) κόρσᾱς , κόρσης who shaved his beard masc acc pl κόρσᾱς , κόρσης who shaved his beard masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek
επανατέλλω — (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω) νεοελλ. επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι μσν. κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά αρχ. 1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.) 2. φυτρώνω 3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής… … Dictionary of Greek